ανακατανέμω

ανακατανέμω
yeniden dağıtmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακατανέμω — κατανέμω εκ νέου, ενεργώ ανακατανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατανέμω. ΠΑΡ. ανακατανομή] …   Dictionary of Greek

  • ανακατανομή — η [ανακατανέμω] η εκ νέου κατανομή, η νέα, δικαιότερη κατανομή (ωφελημάτων ή υποχρεώσεων) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”